- ανάεδνος
- ἀνάεδνος, η (Α)(για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα- στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέεδνος < *ἀν-έF-εδνος < ἀν- στερ. + ἔεδνα «προίκα», αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνα-* γ) ἀνάεδνος < ἀ-προθεμ. + ἄεδνος (Ι)* < ἀ- στερ. + ἕδνα «προίκα» (πρβλ. ἀνάελπτος)].
Dictionary of Greek. 2013.